εναντα

εναντα
    ἔναντα
    ἔν-αντα
    I
    adv. (на)против
    

(στάθεν Pind.; ἐλθεῖν Eur.)

    ἐ. προσβλέπειν τινά Soph. — видеть кого-л. перед собой

    II
    praep. cum gen. (на)против, лицом к лицу
    

(ἔ. τινος ἵστασθαι Hom.)


Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. . 1958.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Смотреть что такое "εναντα" в других словарях:

  • έναντα — ἔναντα (Α) επίρρ. με γεν. ή δοτ. 1. απέναντι, αντίκρυ, κατά πρόσωπο («ἔναντα Ποσειδάωνος ἄνακτος ἵστατ Ἀπόλλων», Ομ. Ιλ.) 2. κατά τον Ησύχ. «φανερῶς» …   Dictionary of Greek

  • ἔναντα — opposite indeclform (adverb) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Enantiornithes — Rekonstruktion von Iberomesornis im Museo Nacional de Ciencias Naturales in Madrid Zeitraum Unterkreide bis Oberkreide 130 bis 65 …   Deutsch Wikipedia

  • άντα — Ο μεγαλύτερος παραπόταμος (313 χλμ.) του Πάδου και τέταρτος σε μήκος ποταμός της Ιταλίας. Πηγάζει από τις Ρετικές Άλπεις σε ύψος 2.290 μ. και ο άνω ρους του διαρρέει την κοιλάδα Βαλτελίνα που σχημάτισαν οι διαβρώσεις των παγετώνων. Εκβάλλει… …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»